Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνϑρωπος

См. также в других словарях:

  • σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»